αμάζω(χ)τος
Смотреть что такое "αμάζω(χ)τος" в других словарях:
αμάζευτος, -η, -ο — και αμάζω(χ)τος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε μαζεύτηκε, δε συγκομίστηκε: Το κρύο είχε δυναμώσει, και τις ελιές τις είχαν αμάζευτες. 2. αυτός που δε συμμαζεύεται, που γυρίζει εδώ κι εκεί: Ήταν άνθρωπος αμάζευτος, γι αυτό δεν έκαμε προκοπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)