αμάζω(χ)τος

αμάζω(χ)τος
η , ο см. αμάζευτος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αμάζω(χ)τος" в других словарях:

  • αμάζευτος, -η, -ο — και αμάζω(χ)τος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε μαζεύτηκε, δε συγκομίστηκε: Το κρύο είχε δυναμώσει, και τις ελιές τις είχαν αμάζευτες. 2. αυτός που δε συμμαζεύεται, που γυρίζει εδώ κι εκεί: Ήταν άνθρωπος αμάζευτος, γι αυτό δεν έκαμε προκοπή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»